- Σέξτος
- Σέξτοςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σέξτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σ. ο Εμπειρικός. Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και γιατρός (2ος 3ος αι. μ.Χ.). Είναι ο γνωστότερος εκπρόσωπος, μαζί με τον Πύρρωνα τον Ηλείο, του σκεπτικισμού. Για τη ζωή του δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε. Ονομάστηκε… … Dictionary of Greek
Άβιτος, Σέξτος Άλκιμος Έκδικος — (450 – 518 μ.Χ.).Επίσκοπος Βιέννης, άγιος της Καθολικής Εκκλησίας. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, ήταν μορφωμένος, ενάρετος και ανέπτυξε πλούσια αποστολική και συγγραφική δράση. Καταπολέμησε με ιδιαίτερη επιτυχία τις διάφορες αρειανικές … Dictionary of Greek
Προπέρτιος, Σέξτος — (Sextus Propertius, Ουμβρία, ίσως Ασσίζη περ. το 47 π.Χ. – περ. το 15 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη, όπου είχε επαφές με τον κύκλο του Μαικήνα. Ο έρωτάς του για την Οστία, που την αναφέρει στα ποιήματά… … Dictionary of Greek
Φροντίνος, Σέξτος Ιούλιος — (Frontinus, Sextus Julius, περ. 40 μ.Χ.: περ. 103 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος και συγγραφέας. Αφού διετέλεσε ύπατος το 73 μ.Χ., τον έστειλαν διοικητή στη Βρετανία. Εκεί κατασκεύασε τη ρωμαϊκή οδό της Νοτίου Ουαλίας, της οποίας σώζονται ίχνη. Το… … Dictionary of Greek
Σέξτοι — Σέξτος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέξτοις — Σέξτος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέξτον — Σέξτος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέξτου — Σέξτος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέξτων — Σέξτος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σέξτῳ — Σέξτος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)